- υδροβιολόγος
- οεπιστήμονας που ασχολείται με την υδροβιολογία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδροβιολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην υδροβιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + βιολόγος] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
Παχουνδάκης, Αδαμάντιος — (1877 – 1944). Ο πρώτος Έλληνας υδροβιολόγος. Kαταγόταν από την Κρήτη, αλλά γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Παράλληλα με την υδροβιολογία, ασχολήθηκε και με την παλαιοντολογία. Η ανακοίνωσή του για τη γεωλογική σύνθεση περιοχής της… … Dictionary of Greek